- συνεπόμνυμι
- Α(ενεργ. και μέσ. συνεπόμνυμαι) ορκίζομαι μαζί με άλλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπόμνυμι «ορκίζομαι, επιδοκιμάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπόμνυμι — συνεπόμνῡμι , συνεπόμνυμι swear to in addition pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπομνύμενος — συνεπόμνυμι swear to in addition pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεπόμνυθ' — συνεπόμνῡτι , συνεπόμνυμι swear to in addition pres ind act 3rd sg (doric) συνεπόμνυτε , συνεπόμνυμι swear to in addition pres imperat act 2nd pl συνεπόμνυτε , συνεπόμνυμι swear to in addition pres ind act 2nd pl συνεπόμνυται , συνεπόμνυμι swear … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομνύω — (ΑΜ ὀμνύω, Α και ὄμνυμι) 1. ορκίζομαι, παίρνω όρκο («ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῑν μὴ ὀμόσαι ὅλως», ΚΔ) 2. βεβαιώνω κάτι με όρκο, παρέχω ένορκη διαβεβαίωση («ἐπειδὴ δὲ ὤμοσεν τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει γίνει προσπάθεια… … Dictionary of Greek